μετουσια

μετουσια
    μετουσία
    μετ-ουσία
    ἥ тж. pl.
    1) участие
    

(ἑορτῆς Arph.)

    2) пользование, обладание
    

(αἱ τῆς ἰσηγορίας καὴ αἱ τῆς ἐλευθεοιας μετουσίαι Dem.)

    μ. τοῦ πεδίου Xen. воен. — господство (преобладание, превосходство) в открытом поле


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μετουσια" в других словарях:

  • μετουσία — μετουσίᾱ , μετουσία participation fem nom/voc/acc dual μετουσίᾱ , μετουσία participation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετουσία — η (ΑΜ μετουσία) [μέτειμι (Ι)] νεοελλ. μσν. φρ. «ἡ θεία μετουσία» η θεία μετάληψη, η θεία κοινωνία αρχ. 1. (γενικά) μέθεξη, συμμετοχή («ἀνθοφόρον ἀν ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῡς ἑορτῆς», Αριστοφ.) 2. αλληλεγγύη, συντροφικότητα 3.… …   Dictionary of Greek

  • μετουσίᾳ — μετουσίαι , μετουσία participation fem nom/voc pl μετουσίᾱͅ , μετουσία participation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετουσίας — μετουσίᾱς , μετουσία participation fem acc pl μετουσίᾱς , μετουσία participation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετουσίαι — μετουσία participation fem nom/voc pl μετουσίᾱͅ , μετουσία participation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετουσίαν — μετουσίᾱν , μετουσία participation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετουσίαις — μετουσία participation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

  • μετουσιασμός — μετουσιασμός, ὁ (Μ) μετουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ουσιασμός (μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *μετουσιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՂՈՐԴԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 2 0009 Chronological Sequence: 8c ա. Առաւել հաղորդ գտեալ. *(Հրեշտակք) առաւել քան զմիայն էս, եւ անբանապէս կենդանիս, եւ քան զմեզ բանաւորականս՝ աստուածպետութեանն հաղորդութեան հաղորդագոյնք եղեն. Դիոն. երկն.: յն. ἑν μετουσία լտ. antecellentes …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»